- πέταλο(ν)
- τό1) подкова; 2) лепесток;
§ τινάζω τα πέταλα — откинуть копыта; — дать дуба; — отдать концы; — умереть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τινάζω τα πέταλα — откинуть копыта; — дать дуба; — отдать концы; — умереть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek
πέταλο — το 1. έλασμα σιδερένιο για οπλισμό των νυχιών των ζώων. 2. τα φύλλα του άνθους που αποτελούν τη στεφάνη, ανθόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρφοπέταλο(ν) — καρφοπέταλο(ν), τὸ (Μ) πέταλο και καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + πέταλον (< πέταλον), πρβλ. αλογο πέταλο(ν), ροδο πέταλο(ν)] … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… … Dictionary of Greek
περισπλάγχνιος — α, ο ανατ. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σπλάγχνα («περισπλάγχνιο πέταλο» το εσωτερικό φύλλο ή πέταλο κάθε ορογόνου υμένα, το οποίο περιβάλλει απευθείας το σπλάγχνο που βρίσκεται από κάτω) … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
ροδοπέταλο — το, Ν πέταλο ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + πέταλο. Η λ., στον πληθ. ροδοπέταλα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τετρημένος — η, ο, Ν φρ. «τετρημένο πέταλο» ανατ. οστέϊνο τετράπλευρο πέταλο το οποίο βρίσκεται σε οριζόντια θέση με το οποίο συνάπτονται μεταξύ τους οι δύο πλάγιες μοίρες τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. τέτρημαι τού αρχ. ρ. τετραίνω* «τρυπώ,… … Dictionary of Greek